ἀζούπιστος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀζούπιστος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀζούπιστος ἐπίθ. σύνηθ. ἀζιˬούπιστος Ἤπ. ἀζούπιγος σύνηθ. ἀζούμπ’γους Στερελλ. (Αἰτωλ.) ἀζούπητος Βιθυν. Ἤπ. Πελοπν. (Καλάβρυτ. Κορινθ. κ.ἀ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *ζουπιστὸς < ζουπίζω, παρ’ ὃ καὶ ζουπῶ, ὅθεν τὸ ἀζούπητος.
Σημασιολογία
Ὁ μὴ συνθλιβείς, ὁ μὴ συμπιεσθεὶς σύνηθ.: Αὐτὰ τὰ μῆλα εἷναι ἀζούπητα Κορινθ. ’Αζούμπ’γα τά ’χουμι τὰ σταφύλιˬα ἀκόμα Αἰτωλ. Ἄφ’του ἀζούμπ’γου τοὺ ρουϊδάκ’νου αὐτόθ. || Φρ. Πῆγε ἀζούπητος! (κατεστράφη ἄρδην, αἰφνιδίως!) Καλάβρυτ. Κορινθ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA