ἀζουχλαεύω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀζουχλαεύω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀζουχλαεύω Πόντ. (Σάντ. Χαλδ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ Τουρκ. aziklamak.

Σημασιολογία

᾿Εφοδιάζω τινὰ διὰ τροφίμων μέλλοντα νὰ πορευθῇ που.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/