ἀζυμωσιˬὰ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀζυμωσιˬὰ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀζυμωσιˬὰ ἡ, Ρόδ. Χίος κ.ἀ. ἀζυμωσὰ Σύμ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. ἀζύμωτος. Διὰ τὸν σχηματισμὸν ἰδ. ἀ- στερητ. 1 β.
Σημασιολογία
Τὸ νὰ μὴ ζυμώσῃ, νὰ μὴ παρασκευάσῃ τις ἄρτον καὶ νὰ στερῆται αὐτοῦ ἔνθ᾽ ἀν.: Γνωμ. Φτώχε͜ια, ἀζυμωσιˬὰ κι ἄδε͜ια κοιλιˬὰ Χίος. Καὶ φτωχε͜ιὰ κι ἀζυμωσιὰ καὶ κακὴ καρδιˬὰ Ρόδ. Πβ. ξεζυμωσιˬά.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA