ἀζύμωτος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀζύμωτος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀζύμωτος ἐπίθ. σύνηθ. ἀτζύμωτος Σύμ. ἀντζύμωτος Σίφν. ἀζύμουτος Εὔβ. (Κονίστρ) ἀζύμουτους Ἤπ. (Ζαγόρ.) ἀζύμουτε Τσακων. ἀζούμωτος Μέγαρ. Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Σὰντ. Τραπ. Χαλδ.) ἄζ’μωτος Παξ. Πόντ. (Ὄφ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. ζυμωτὸς < ζυμώνω, παρ’ ὃ καὶ ζ’μώνω, ὅθεν τὸ ἄζ’μωτος.
Σημασιολογία
Α) Παθ. 1) Ὁ μὴ μεμαγμένος, ὁ μὴ ζυμωθείς, ἐπὶ ἀλεύρου, ζύμης κττ. σύνηθ. καὶ Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Ὄφ. Σάντ. Τραπ. Χαλδ.) Τσακων.: Ἀζύμωτο εἶναι τὸ ψωμὶ σύνηθ. Ἄζ᾽ μωτα εἶναι τ᾿ ἀλεύρ Ὄφ. ᾽Εφῆκα τὸ ζουμάρ’ ἀζούμωτον καὶ ἔρθα Τραπ. 2) Ὁ μὴ καλῶς κεκλωσμένος ἐπὶ κλωστῆς Μέγαρ. Β) Ἐνεργ. 1) Ὁ μὴ ζυμώσας, ὁ μὴ παρασκευάσας ἄρτον Κύθν. Νάξ. Σίφν. Μεγίστ. Προπ. (Πάνορμ) Πόντ. (Σάντ.) Σύμ. κ.ἀ.: Μένω ἀζύμωτος Νάξ. Ἠπόμεινε ἡ δεῖνα ἀντζύμωτη Σίφν. || Γνωμ. Νά ᾽σαι φτωχὸς κιˬ ἀζύμωτος καὶ ξύλα νὰ μὴν ἔχῃς, νὰ τρέχῃ καὶ τὸ σπίτι σου, νὰ διˬῇς χαρὰ ᾿π᾿ τὴν ἔχεις Πάνορμ. Συνών. ἄζυμος 2. 2) Ὁ μὴ λαβὼν ζύμην. Λέγεται οὕτω ἐν δρομικῇ παιδιᾷ ἐκεῖνος ἐκ τῶν παικτῶν, ὅστις ἐξέρχεται πρὸς καταδίωξιν ἀντιπάλου χωρὶς νὰ ἔχῃ ἐγγίσει τοὺς ὤμους τοῦ ἀρχηγοῦ, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸν ἁπτόμενον τῶν ὤμων τοῦ ἀρχηγοῦ, ὅστις φωνάζει ζύμη ! Εὔβ. (Κονίστρ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA