ἀζωγράφιστος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀζωγράφιστος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀζωγράφιστος ἐπίθ. κοιν. ἀζουγράφ’στους βόρ. ἰδιώμ. ἀτζωγράφιστος Σύμ. ἀσγουράφιστος Θήρ. ἀζουγράφ'τους Μακεδ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. ζωγραφιστὸς < ζωγραφίζω, παρ’ ὃ καὶ ζωγραφῶ, ὅθεν τὸ ἀμάρτ. ἀζωγράφητος καὶ ἐντεῦθεν τὸ ἀζουγράφ ’τους.
Σημασιολογία
Ὁ μὴ ζωγραφηθείς ἀζωγράφητος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA