ἀζώγυρος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀζώγυρος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

ἀζώγυρος ὁ, ὀζώϋρο τό, Ἤπ. ἀζώγυρος ὁ, Λευκ. Τῆλ. ἀζώυρος ΑΒαλαωρ. 3,239 (ἔκδ. Μαρασλῆ) ἀζώουρος Κῶς ἀζώγυρας ᾽Αμοργ. Ζάκ. Κεφαλλ. Κρήτ. Πάτμ. Πελοπν. (Οἴτυλ.) ἀζώυρας Κάλυμν. Κρήτ. Λευκ. ἀζώυρους Θράκ. (Αἶν.) ἀζώγουρας Αἴγιν. ἀζώγιˬουρας Μέγαρ. ἀτζώγυρος Κεφαλλ. ἀσώγερος Αἴγιν. ἀτζώγερο τό, Κεφαλλ.

Χρονολόγηση

Μεσαιωνικό

Ετυμολογία

Τὸ μεσν. οὐσ. ἀζώγυρος, ὃ ἐκ συμφύρ. τοῦ ρ. ὄζω καὶ τοῦ οὐσ. ἀνάγυρος. Πβ. ΑΒαλαωρ. ἔνθ’ ἀν. καὶ ΓΧατζιδ. ΜΝΕ 2,214 καὶ 502.

Σημασιολογία

Τὸ φυτὸν ἀνάγυρος ἡ δύσοσμος (anagyris foetida) τῆς τάξεως τῶν ἐλλοβοκάρπων (leguminosae). Συνών. ἀνάγυρος. Ἡ λ. ὑπὸ τύπ. ᾿Αζώυρο καὶ ὡς τοπων. Κρήτ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/