ἀηˬδόνα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀηˬδόνα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

ἀηˬδόνα ἡ, ἀηδόνα Κύπρ. ἀηˬδόνα Αἴγιν. Ἰων. (Κρήν.) Κρήτ. Λέσβ. ἀδόνα Κύπρ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. ἀηˬδόνι.

Σημασιολογία

1) Μεγάλη ἀηδὼν Ἰων. (Κρήν.) Κρήτ. Κύπρ. Καὶ μεταφ. ἐπὶ καλλιφώνου γυναικὸς Κύπρ.: Τραούδα μας νάκ-κον, ἀδόνα μας (νάκκον=ὀλίγον). Ἡ λ. καὶ ὡς κύριον ὄν. ἀγν. τόπ. 2) Τὸ πτηνὸν στρουθίον, στρουθὸς ὁ οἰκιακὸς (passer domesticus) Αἴγιν. 3) Ὁ ἕλιξ τῆς κολοκυθεˬᾶς καὶ ἄλλων ὁμοίων φυτῶν (πβ. ΜΣτεφανίδ. ἐν Λαογρ. 10 <1929> 203) Λέσβ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/