ἀηˬδόνι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀηˬδόνι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀηˬδόνι τό, ἀηδόνιν Κύπρ. ἀηˬδόνιν Πόντ. (Οἰν. κ.ἀ.) ἀηˬδόνι κοιν. ἀηˬdόνι Καλαβρ. (Μπόβ.) ἀηˬδό’ Ἤπ. (Ζαγόρ. κ.ἀ.) Θεσσ. ἀηˬτόν' Πόντ. (Τραπ.)᾽ ἀδόνιν Ἰκαρ. Κύπρ. κ.ἀ.) ἀδόνι ᾿Αστυπ. Εὔβ. (Κύμ.) Θήρ. Καλαβρ. (Μπόβ.) Κάλυμν. Κάρπ. Κῶς Λέρ. Μεγίστ. Ρόδ. Σάμ. Σκῦρ. Σύμ. Τῆλ. Χίος (Λιθ. κ.ἀ.) ἀdόνι Καλαβρ. (Μπόβ.) ἀδό’ Πάρ. (Λεῦκ.) ἀόνι Κάρπ. ἀγδόνι Θρᾴκ. Ἰων. (’Ερυθρ. Κρήν.) Λυκ. (Λιβύσσ.) Νάξ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ μεταγν. οὐσ. ἀηδόνιον. Ἡ λ. καὶ παρὰ Πορτ. Ὁ τύπ. ἀδόνιν καὶ παρὰ Μεουρσ.
Σημασιολογία
1) Τὸ πτηνὸν ἀηδὼν κοιν. καὶ Καλαβρ. (Μπόβ.) Πόντ. (Οἰν. Τραπ.): Τί ὡραῖα ποῦ κελαδοῦν τ᾿ ἀηˬδόνιˬα! κοιν. Ἄκουσε τ’ ἀγδόνι ποῦ φωνάζει πάλι Νάξ. Ἁμὸν ἀηˬδόνιν κελαηˬδεῖ Οἰν. Λαλάει σὰν τ’ ἀηˬδό’ Ζαγόρ. ᾿Αηˬδονί’ λαλίαν ἔ’ Οἰν. || Παροιμ. φρ. Κώστισε ὁ κοῦκος ἀηˬδόνι (ἐπὶ τιμήματος πολὺ ἀνωτέρου τῆς πραγματικῆς ἀξίας). Πούλησε ἢ ἀγόρασε τὸν κοῦκο γιˬ᾿ ἀηˬδόνι (συνών. τῇ προηγουμένῃ) κοιν. Μᾶς ἔκαμε τὸν τζίτζικα ἀηˬδόνι (ἐπὶ τοῦ παρ’ ἀξίαν ἐκτιμῶντος). || Γνωμ. Ὅταν λαλοῦν οἱ κόρακες, φεύγουν τ’ ἀηˬδόνια (ὅταν οἱ τρελλοὶ ὁμιλοῦν, οἱ φρόνιμοι σιωποῦν) σύνηθ. || ᾌσμ. ᾽Αδόνι τοῦ περιβολιˬοῦ, πῶς δὲ λαλεῖς πουλλί μου; Ρόδ Παραπονοῦμαι σὰν πουλλὶ καὶ κλαίω σὰν ἀδόνι Τῆλ. Ποῦ ᾽χει μηλεˬὲς καὶ λεμονεˬὲς ἔχει καὶ περιβόλιˬα, ἐκεῖ μιλοῦνε τὰ πουλλιˬὰ καὶ κελαδοῦν τ’ ἀγδόνιˬα Ἐρυθρ. Νὰ ᾿νειρευτῇς κρύα νερὰ καὶ δροσερὰ περβόλιˬα μὲ λεμονίτσες φουντωτές, μ᾽ ἀόνιˬα καὶ παώνιˬα Κάρπ. Ἡ λ. ὑπὸ τὸν τύπ. ᾿Αηδόνιˬα τά, καὶ ὡς τόπων. Ἄνδρ. || Μεταφ. ἐπὶ ἀνθρώπου ἡδυφώνου, καλλιφώνου ὡς ἡ ἀηδὼν σύνηθ.: Ὁ δεῖνα ἢ ἡ δεῖνα εἶναι τ’ ἀηˬδόνι τῆς γειτονιˬᾶς. Αὐτός εἶναι ἀηˬδόνι σύνηθ. || Φρ. ᾿Αηˬδόνι τοῦ Μαγιˬοῦ (σκωπτικῶς ὁ ὄνος) Περίδ. κ.ἀ. || ᾎσμ. Εἴπαμε πολλὰ καὶ σώνει | ἄς λαλήσῃ κιˬ ἄλλ᾽ ἀηˬδόνι (κατακλεὶς ᾄσματος, ὅταν ἄλλος πρόκειται νὰ συνεχίσῃ τὴν ᾠδὴν) Κωνπλ. κ.ἀ. Πβ. καὶ κύριον ὄν. ’Αηδόνης Ἤπ. καὶ θηλ. ’Αηδονιˬὰ Θρᾴκ. (Σηλυβρ.) β) Ἡ λίμα ἐν τῇ συνθηματικῇ γλώσσῃ τῶν λωποδυτῶν ’Αθῆν. 2) Παιδιὰ μικτὴ παιδίων καὶ κορασίων, καθ’ ἣν εἷς ἐκ τῶν παικτῶν ἀπομακρυνόμενος δέκα βήματα ἐκ τῆς γραμμῆς τῶν ἄλλων παικτῶν προχωρεῖ πάλιν πρὸς τὴν γραμμὴν ἄδων: Τ᾽ ἀηˬδόνι τ᾽ ἀηˬδόνι | τ’ ἀηˬδόνι τοὺ παγώνι καὶ ἐπιστρέφει πάλιν εἰς τὴν θέσιν του. Ἔπειτα βαδίζει ὁλόκληρος ἡ γραμμὴ πρὸς τὸν παίκτην ᾄδουσα: Πουλὺ μαγειριμένου | ’ς τὴ σάλτσα βουτημένου. Προχωρεῖ τώρα ὁ μοναχὸς παίκτης πρὸς τὴν γραμμὴν καὶ παραλαμβάνων ἓν ἐκ τῶν κορασίων ἐπανέρχεται εἰς τὴν θέσιν του. Τὸ αὐτὸ ἐπαναλαμβάνεται μέχρις ὅτου ὅλα τὰ παιδία τῆς γραμμῆς μετατεθοῦν εἰς τὴν θέσιν τοῦ μοναχοῦ παιδίου Στερελλ. (Αἰτωλ.) Πβ. ΔΛουκοπ. Ποῖα παιγν. παίζουν τὰ Ἑλληνόπ. 191 κἑξ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA