ἀηˬδονόλαλος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀηˬδονόλαλος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀηˬδονόλαλος ἐπίθ. ΚΠαλαμ. Τραγούδ. Πατρ. 69 ἀηˬδονόλαλους Θρᾴκ. (Αἶν.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ οὐσ. ἀηˬδόνι καὶ τοῦ ρ. λαλῶ.
Σημασιολογία
1) Ὁ ἔχων φωνὴν γλυκεῖαν ὡς ἡ τῆς ἀηδόνος ἔνθ’ ἀν.: Ποίημ. Σᾶς ἀγαπῶ κ’ ἔχω ἀπό σᾶς μιˬὰ δόξα νὰ ζητήσω, ὦ στίχοι, ποῦ ἀηˬδονόλαλοι φωλεˬάζετ’ ἐδῶ πέρα ΚΠαλαμ. ἔνθ᾽ ἀν. Συνών. ἀηˬδονᾶτος, ἀηˬδονόφωνος. 2) Λάλος, φλύαρος, πολύλογος Θρᾴκ. (Αἶν.): ᾎσμ. Κ’ ἡ γλῶσσα τ᾽ ἀηˬδουνόλαλη λόγιˬα πικρὰ ἀρχίν’σι, ποῦ εἶσι, μάλη μ᾿, νὰ μι᾿ διˬῇς, κῦρι μ’, νὰ μι' γλυτώσῃς; Πβ. ἀηˬδονολαλοῦσα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA