ἀηˬδονολαλῶ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀηˬδονολαλῶ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀηˬδονολαλῶ, ἀηδονολαλῶ Α.Ρουμελ. (Καρ.) ἀηˬδονολαλῶ Ἤπ. Κεφαλλ. Κρήτ. Κύθν. Πελοπν. (’Αρκαδ. Καλάβρυτ. Λακων. Λάστ. κ.ἀ.) ΔΣολωμ 271 ἀηˬδουνουλαλῶ Θεσσ. (Ζαγορ.) Θρᾴκ. (Αἶν.) Στερελλ. (Αἰτωλ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ οὐσ. ἀηˬδόνι καὶ τοῦ ρ. λαλῶ.

Σημασιολογία

1) Ἄδω ἡδέως ὡς ἀηδὼν ἔνθ’ ἀν.: ᾌσμ. Ἡ γλῶσσα του ἀηˬδονολαλεῖ σὰν πετροχελιδόνι Κεφαλλ. Ἡ γλῶσσα του ἀηˬδονολαλεῖ σὰν τὸ χελιδονάκι Καλάβρυτ. Νὰ φάτε τὴ γλωσσούλλα μου π᾿ ἀηδονολαλοῦσε Καρ. Ἡ γλῶσσα τ᾽ ἀηˬδονολαλεῖ, τὰ μάτιˬα του δακρύζουν Ἤπ. –Ποίημ. Ἀηˬδονολάλε͜ιε στῆθος μου πρὶν τὸ σπαθὶ σὲ σχίσῃ ΔΣολωμ. ἔνθ’ ἀν. 2) Εἶμαι λάλος, φλυαρῶ Ἤπ.: ᾌσμ. Ἡ γλῶσσα του ἀηˬδονολαλεῖ, συχνολαλεῖ καὶ λέει. Ἡ γλῶσσα του ἀηˬδονολαλεῖ ὡσοῦ νὰ βγῇ ἡ ψυχή του (ὡσοῦ=ἕως οὗ).

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/