ἀηˬδονούδι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀηˬδονούδι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀηˬδονούδι τό, ἀμάρτ. ἀηˬδουνούδι Μακεδ. ἀηˬδουνούδ’ Μακεδ. ἀδονούδι Κύπρ.

Ετυμολογία

Ὑποκορ. τοῦ οὐσ. ἀηˬδόνι.

Σημασιολογία

Μικρὸν ἀηδόνι ἔνθ’ ἀν.: Λαλάει τ᾽ ἀηˬδουνούδ’ Μακεδ. || ᾎσμ. Κ’ ἔφυγι τοὺ πουλλούδι, | τ’ ἀηˬδόνι, τ᾽ ἀηˬδουνούδι αὐτόθ. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀηˬδονάκι.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/