ἀηˬδόνω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀηˬδόνω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀηˬδόνω ἡ, ἀμάρτ. ἀηˬδόνου Θρᾴκ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ οὐσ. ἀηˬδόνι.
Σημασιολογία
’Αηδών: Αἴνιγμ. Τὰ λε͜ιανὰ λε͜ιανὰ κουμπούδιˬα! κόφτουν κὶ θιρίζουν κ’ ἡ ἀηˬδόνου τραγουδάει | κ᾽ ἡ σακκούλλα καϊτιράει (ὀδόντες, γλῶσσα καὶ στόμαχος. καϊτιράει=καρτερεῖ). Ἡ λ. καὶ ὡς κύριον ὄν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA