ἄηλιν

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἄηλιν

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἄηλιν τό, Πόντ (’Αμισ.)

Ετυμολογία

Ἴσως ἐκ τοῦ οὐσ. ἥλιος.

Σημασιολογία

Τὸ φυτὸν ἡλιοτρόπιον. Συνών. ἥλιˬος, λιˬοστρόφι.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/