ἀήττητος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀήττητος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀήττητος ἐπίθ. Κρήτ. ἀέττητος Κρήτ. ἀγέττητος Κρήτ.

Χρονολόγηση

Αρχαίο

Ετυμολογία

Τὸ ἀρχ. ἐπίθ. ἀήττητος.

Σημασιολογία

᾿Ακατάλυτος, ἄφθαρτος, αἰώνιος (ἡ λ. ληφθεῖσα ἐκ τῆς ἐκκλησιαστικῆς φρ. «ἡ ἀήττητος καὶ ἀκατάλυτος καὶ θεία δύναμις τοῦ τιμίου καὶ ζωοποιοῦ σταυροῦ, μὴ ἐγκαταλίπῃς ἡμᾶς» ἐνομίσθη ὡς συνών. πρὸς τὸ ἀκατάλυτος ἐν τῇ αὐτῇ φρ. Πβ. ΣΞανθουδ. ἐν ᾽Αθηνᾶ 28 <1916> Λεξικογρ. ᾿Αρχ. 144): Χτήρι-παννὶ-ροῦχο ἀέττητο. Παπούτσιˬα ἀέττητα. Συνών. ἀκατάλυτος.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/