ἀθάνατα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀθάνατα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίρρημα
Τυπολογία
ἀθάνατα ἐπίρρ. Ἤπ. Θρᾴκ. (᾿Αδριανούπ.) Κύπρ. Λευκ. Πελοπν. (Λακων.) κ.ἀ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἀθάνατος. Ἡ λ. καὶ παρὰ Σομ.
Σημασιολογία
1) Εὐδαιμόνως, ἐξαιρέτως, θαυμασίως Ἤπ. Θρᾴκ. Λευκ Πελοπν. (Λακων.) κ.ἀ.: Περνοῦμε-ζοῦμε ἀθάνατα Ἤπ. Θρᾴκ. Λακων Λευκ. 2) Καλῶς, προσηκόντως Θράκ. (᾿Αδριανούπ.) Λευκ.: Ἔκαμες ἀθάνατα Λευκ. 3) Ὡρισμένως, ἀσφαλῶς, χωρὶς ἄλλο (δηλ. πλὴν τῆς περιπτώσεως τοῦ θανάτου) Κύπρ : ᾎσμ. ἀθάνατα σὲ καρτερῶ ’πόψε μέσ’ ’ς τὴν αὐλήν μας.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA