αἱματιˬὰ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

αἱματιˬὰ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

αἱματιˬὰ ἡ, ἁμάρτ. αἱμαθιˬὰ Θήρ. ναιματιˬὰ Τῆλ. ἀματιˬὰ Κρήτ. Λέσβ. Πελοπν. (Ἀρκαδ.) ἀμαθιˬὰ Κρήτ. ἀμακιˬὰ Λέσβ. ὀματιˬὰ Κρήτ. Πελοπν. (Αἴγ. Ἀρκαδ. Βούρβουρ. Καλάβρυτ. Λάστ. Οἰν. Ὀλυμπ.) νοματιˬὰ Πελοπν. (Λακων.) ὀμαθιˬὰ Κρήτ. ὀματὲ Δ. Κρήτ. ’ματία Εὔβ. (Κονίστρ. Κύμ. Ὀξύλιθ.) Σκῦρ. ’ματιˬὰ Ἄνδρ. Εὔβ. (Κάρυστ.) Κύθν. Μύκ. Πάρ. Σάμ. Στερελλ. (Αἰτωλ. Ἀρτοτ. Λιδορ.) Πελοπν. (Μάν.) ’ματὴ Μακεδ. (Βελβ.) αἱμασιˬὰ Σέριφ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ μεταγν. οὐσ. αἱματία. Πβ. Πολυδ. 6,56 «μίμαρκις δὲ κοιλία καὶ ἔντερα μετὰ αἵματος ἐσκευασμένα... ἔστι δὲ ἡ καλουμένη αἱματία». Πβ. καὶ Ἡσύχ. «αἱματία. ἀλλαντία». καὶ Μ. Ἐτυμολ. 35,5 «αἱμάτια. ἀλλάντια». Ἰδ. ΓΧατζιδ. ἐν Ἐπιστ. Ἐπετ. Πανεπ. 14 (1917/8) 20. Ὁ τύπ. ὀματιˬὰ κατ᾽ ἐπίδρασιν τοῦ ὄμα παρὰ τὸ αἷμα.

Σημασιολογία

1) Εἶδος ἀλλᾶντος ἐκ τοῦ παχέος ἐντέρου τοῦ χοίρου, τὸ ὁποῖον πληροῦται εἴτε ὀρύζης εἴτε χόνδρου εἴτε τραχανᾶ εἴτε ἐντοσθίων μετὰ ποικίλων καρυκευμάτων, ἐνιαχοῦ δὲ καὶ μετὰ αἵματος, τὸ ὁποῖον κατὰ τὴν σφαγὴν τοῦ χοίρου λαμβάνεται ἐντὸς ἀγγείου, καὶ ἐξ ἐντέρου ἄλλων ζῴων ἔνθ᾽ ἀν. β) Τὸ ἔντερον αὐτὸ καθ’ αὑτὸ τὸ χρησιμεῦον πρὸς κατασκευὴν τοῦ ἀνωτέρω ἐδέσματος ἔνθ᾽ ἀν. γ) Καθόλου τὰ ἔντερα τὰ προωρισμένα πρὸς παρασκευὴν ὰλλάντων Τῆλ. 2) Ὁ στόμαχος τοῦ σφαγίου μετὰ τῶν ἐντοσθίων Πελοπν. (Αἴγ. Καλάβρυτ.) 3) Σκωπτικῶς ὁ στόμαχος καὶ ὁ πεπτικὸς σωλὴν καθόλου Εὔβ. (Κάρυστ.): Τί θέλει νὰ φάῃ αὐτὸς γιˬὰ νὰ γεμίσουνε οἱ ’ματιˬές του! (ἐπὶ μεγαλοσώμου).

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/