αἱματοκοιλιˬὰ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

αἱματοκοιλιˬὰ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

αἱματοκοιλιˬὰ ἡ, ἀμάρτ. ’ματοκοιλιˬὰ Κάρπ.

Ετυμολογία

Ἐκ τῶν οὐσ. αἷμα καὶ κοιλιˬά.

Σημασιολογία

Οἰονεὶ νόσος τοῦ στομάχου ὀδυνηρὰ: Φρ. Ἔκοψες ποῦ νὰ σὲ κόψῃ ἡ ’ματοκοιλιˬά! (προῆλθεν αὕτη ἀπὸ τῆς φρ. ποῦ νὰ σὲ κόψῃ αἷμα ἡ κοιλιˬά! Ἀρά).

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/