αἱματοκυλίζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

αἱματοκυλίζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

αἱματοκυλίζω, ’ματοκυλίω Πόντ. (Οἰν.) αἱματοκυλίζω σύνηθ. καὶ Πόντ.(Οἰν.) ’ματοκυλίζω Κάσ. Κρήτ. Νάξ. Πελοπν. (Λακων. κ.ἀ.) Πόντ (Οἰν.) ’ματου’λίζου Σάμ. ’ματοχυλίζω Βιθυν. αἱματοκυλῶ σύνηθ. αἱματοκυλάω πολλαχ. αἱματοχυλάω Κεφαλλ. ’ματοκυλῶ Κύθηρ. ’ματουκυλῶ Μεγίστ. ᾿ματουκ᾿λάου Στερελλ (Αἰτωλ.) ’ματοχυλάω Κεφαλλ. ’ματοτσιˬουλάω Εὔβ. (Κονίστρ.) ’ματοκυλιˬῶ Κρήτ. αἱμοκυλάω Κεφαλλ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. αἷμα καὶ τοῦ ἀρχ. ρ. κυλίω. Ὁ τύπ. ’ματοκυλιˬῶ ἀπὸ τοῦ β΄ καὶ γ΄ ἑνικ. Προσώπ. Πβ. φιλιˬῶ κττ. Ὁ τύπ. αἱματοχυλάω καὶ οἱ ἄλλοι μετὰ τοῦ χ τύπ.. κατὰ παρετυμ. πρὸς τὸ χύνω.

Σημασιολογία

1) Οἱονεὶ κυλίω τινὰ εἰς τὸ αἷμα, κηλιδώνω μὲ αἷμα Εὔβ. (Κονίστρ. κ.ἀ.) Πόντ. (Οἰν.) κ.ἀ.: Αἱματοκύλιξα τὸ δάχτυλο μ᾿ Οἰν. Μὲ ’ματοτσιˬούλιτσε Κονίστρ. Ἄνοιξε ἡ μύτη του τσαὶ ’ματοτσιˬουλίστη αὐτόθ. Ἦρτα ’ματοτσιˬουλισμένος αὐτόθ. 2) Κυλίω τινὰ εἰς τὸ αἷμά του, τραυματίζω κοιν. καὶ Πόντ.(Οἰν.): Ἐμάλωσαν κ᾿ αἱματοκυλίστηκαν κοιν. Τὸ ’πόδειξενε τοῦ ’φεντικοῦ πῶς τὴν εἶχε ’ματοκυλισμένη Νάξ. Φαώθ’καν τὰ σκ'λλιˬὰ σήμιρα, ᾿ματουκ᾿λίσκαν (ματοκυλίστηκαν) Αἰτωλ. Τού ᾽βρα ’ματουκυ᾿μένου ἰκεῖ καταῆ τοὺ σκ’λλάκι μ᾽ αὐτόθ. Μωρέ, ’ματοκυλισμένε! (ποῦ νὰ ματοκυλισθῇς! Ἀρὰ) Κρήτ. || ᾎσμ. Μόνο τὰ ρουχαλάκιˬα μου τὰ ’ματοκυλισμένα Κάσ. 3) Τιμωρῶ ἀσπλάγχνως Βιθυν. Κρήτ. Μεγίστ. Πόντ. (Οἰν.) : Θὰ σὲ ’ματοκυλίσω! (ἀπειλὴ) Μεγίστ. Ἔρκομαι ἀτοῦ κοντὰ ’ματοκυλίω σε! (ἀπειλὴ) Οἰν. Μαρή, τὸ ’ματοκύλισες τ᾽ ἀγοράκι μου! Βιθυν. Κάθου ἥσυχα, γιˬατὶ θὰ σὲ ’ματοκυλίσω! Κρήτ. 4) Κάμνω τινὰ νὰ ἀποθάνῃ, φονεύω Πόντ. (Οἰν.): Ὁ γουρζουλᾶς νὰ ’ματοκυλίγῃ σε! (ἀρά. γουρζουλᾶς = πανώλης).

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/