αἱματοκύλιστος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

αἱματοκύλιστος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

αἱματοκύλιστος ἐπίθ. ἀμάρτ. ’ματοκύλιστος Πόντ. ’ματοκύλιγος Πόντ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ρ. αἱματοκυλῶ.

Σημασιολογία

Αἱματοκυλισμένος, αἱμόφυρτος ἐξ ἰδίου τραύματος: ᾿Ματοκύλιστος νὰ ᾿ ίνεσαι! (νὰ γίνῃς!)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/