αἱματοξέραστος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

αἱματοξέραστος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

αἱματοξέραστος ἐπίθ. ἀμάρτ. ’ματοξέραστος Πόντ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. αἷμα καὶ τοῦ ἐπιθ. *ξεραστὸς<ξερνῶ.

Σημασιολογία

1) Ὁ ἐμῶν αἷμα: Ἀβοῦτος ἄνθρωπον ματοξέραστος ἔν᾿ (αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος κτλ.) ’Ματοξέραστος νὰ ᾿ίνεσαι! (εἴθε νὰ ἐμέσῃς αἷμα! ᾿ίνεσαι=γίνῃς. ᾿Αρά). 2) Ἄξιος τῆς κατάρας, κακός: Ντό ’ματοξέραστον παιδὶν ἔν’!

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/