αἱματοσταλασμένος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
αἱματοσταλασμένος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
αἱματοσταλασμένος ἐπίθ. ΚΠαλαμ Βωμ. 56 καὶ 148.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ οὐσ. αἷμα καὶ τοῦ σταλασμένος μετοχ. τοῦ ρ. σταλάζω.
Σημασιολογία
Ὁ στάζων αἷμα, πλήρης αἵματος: Ποιήμ. ’Σ τὰ χέριˬα σου τὰ αἱματοσταλασμένα κιˬ ἀκόμα ἀπ᾿ ἄγριο μακελλε͜ιὸ κιˬ ἀπ᾿ τὴν ἁγιˬὰ θυσία ἔνθ᾽ ἀν. 148. Καὶ εἶναι σὰν τοὺς τραγικοὺς χοροὺς καὶ σὰν τ’ ἀρχαῖα παράπονα τὰ θλιβερὰ τὰ αἱματοσταλασμένα ἔνθ᾽ ἀν. 56.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA