αἰματοστάτης

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

αἰματοστάτης

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

αἱματοστάτης ὀ, κοιν. αἱματοστάτ’ς Δαρδαν. κ. ἀ. ’ματοστάτης σύνηθ. ’ματοστάθης Ἀθῆν. ᾽ματοστάτ᾽ς Δαρδαν. ᾽ματοστάθ᾿ς Μύκ. ’ματουστάθ’ς Σάμ. ᾽ματουστάχτ’ς Θεσσ. Μακεδ. αἱμοστάτης Πελοπν. (Λακων.) αἱμοστάτα ἡ, ἀγν. τόπ.

Ετυμολογία

Ἐκ τῶν οὐσ. αἷμα καὶ *στάτης παρὰ τὸ στέκω. Διὰ τὸν σχηματισμὸν πβ. ὑδροστάτης κττ.

Σημασιολογία

Διάφοροι ποικιλίαι τῶν λίθων ὀπαλίου καὶ ἰάσπιδος ἀποτρέπουσαι τὴν αἱμορραγίαν καὶ ἐπιταχύνουσαι τὸν τοκετὸν ἔνθ᾽ ἀν. : Τοὺ ᾿ματουστάχτ᾿ τοὺν βάζουν ᾿ς τοὺ μάτ’, ἅμα εἶν᾽ κόκκ’νου κὶ γιρεύ’ Θεσσ. (’Ιδ. ΜΣτεφανίδ. ἑν Λεξικογρ. Ἀρχ. 5 (1918/2Ο) 74). Συνών. κρατητῆρας.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/