αἱμοβορία
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
αἱμοβορία
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
αἱμοβορία ἡ, λόγ. κοιν. ’μοβορία Πελοπν. (Λακεδ. Μεσσήν.) ’μοβοριˬὰ Σύμ. ἱμουβουριˬὰ Στερελλ. (Αἰτωλ. κ. ἀ.) ’μουβουριˬὰ Στερελλ. (Αἰτωλ. κ.ἀ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. αἱμοβόρος.
Σημασιολογία
Ἡ ἰδιότης τοῦ αἰμοβόρου, θηριωδία ἔνθ’ ἀν.: Ἡ ’μοβοριˬὰ αὐτουνοῦ τ’ ἀνθρώπου δὲ bάει νά ᾿ρτθῃ (δὲν ὑποφέρεται) Σύμ. Ἔ’ μιγά’ ’μουβουριˬὰ αὐτός, νὰ σὶ φάῃ τ᾽ φαίνιτι Αἰτωλ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA