αἱμομείκτης

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

αἱμομείκτης

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

αἱμομείκτης ὁ, λόγ. σύνηθ. αἱμομείχτης λόγ. σύνηθ.

Χρονολόγηση

Μεσαιωνικό

Ετυμολογία

Τὸ μεσν. οὐσ. αἱμομείκτης.

Σημασιολογία

Ὁ μειγνυόμενος μετὰ τοῦ αἵματός του, ὁ συνουσιάζων μετὰ συγγενοῦς γυναικός.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/