αἱμορροΐδες
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
αἱμορροΐδες
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Συχνότητα
Αρχαίο
Τυπολογία
αἱμορροΐδες αἱ, λόγ. κοιν. ’μορροΐδες Κύπρ. Ἰόνιοι Νῆσ. κ.ἀ. ’μορρόιδες Κεφαλλ. ’μορρόγιδα τά, Καλαβρ. (Μπόβ.)
Ετυμολογία
Τὸ ἀρχ. οὐσ. αἱμορροΐδες.
Σημασιολογία
Ἡ ἐκ τοῦ ἀπηυθυσμένου κατὰ περιόδους αὶμόρροια ἔνθ᾿ ἀν. : Τοῦ φανερωθήκανε οἱ ’μορροΐδες Ἰόνιοι Νῆσ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA