αἱρεσεύω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
αἱρεσεύω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
αἱρεσεύω ἀμάρτ. ᾽ρεσεύω Ἰθάκ. Κεφαλλ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. αἵρεσι.
Σημασιολογία
Ἀμτβ. ἀποκτῶ ἰδιοτροπίας, ἐλαττώματα, γίνομαι πείσμων Ἰθάκ.: ’Ρεσεμένος ἄνθρωπος. Τὸν ἔχεις πολὺ ᾽ρεσεμένο τὸν ἄdρα σου. Καὶ μετβ. κάμνω τινὰ νὰ ἀποκτήσῃ ἰδιοτροπίας, ἐλαττώματα Κεφαλλ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA