αἱρεσίζομαι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

αἱρεσίζομαι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

αἱρεσίζομαι ἀμάρτ. ᾽ρεσίζομαι Κύπρ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. αἴρεσι. Πβ. ἀρχ. νεμεσίζομαι - νέμεσις. Κατὰ ΣΜενάρδ. ἐν Ἐπιστ. Ἐπετ. Φιλοσ. Σχολ. 1 (1925) 82 ἐκ τοῦ ἐρεθίζομαι.

Σημασιολογία

Μεγάλη ἐπιθυμία τινὸς μὲ κατέχει, ἐπιθυμῶ σφόδρα: ᾽Ρεσίζομαι τὸ γλυκόν. Θωρῶ τὰ ’πωρικὰ ταὶ ’ρεσίζεται ἡ καρκιˬά μου. Ἄιον φαεῖν ἐρεσίστης.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/