αἰσθάνομαι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
αἰσθάνομαι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
αἰσθάνομαι λόγ. κοιν. αἰστάνομαι σύνηθ. αἰστάνουμαι Πελοπν. (Ἀρκαδ.) κ.ἀ - Λεξ. Βλαστ. ἠστάνομαι Κρήτ. Παξ. Σίφν. κ.ἀ. ἠστάνουμαι Σῦρ. ᾿στάνομαι Ἤπ. ’στάνουμι Ἤπ. Μακεδ. Σάμ. κ.ἀ. ἰστάνουμι Θεσσ. κ.ἀ. ἀστάνουμι Τἤν. ᾿σταίνομαι Ἤπ. ᾽σταίνουμι Μακεδ. (Καταφύγ.)
Χρονολόγηση
Αρχαίο
Ετυμολογία
Τὸ ἀρχ. αἰσθάνομαι. Τὸ ἠστάνομαι ἀπὸ τῆς αὐξήσεως ἠ καθὼς καὶ ἠξεύρω κττ. Τὸ ἰστάνουμι τροπῇ τοῦ αι εἰς ι κατὰ τὴν βόρειον Ἑλληνικὴν.
Σημασιολογία
1) Ἔχω συναίσθησιν, συνείδησίν τινος, ἐννοῶ καλῶς, ἀρχ. συναισθάνομαι, σύνοιδα κοιν.: Δὲν αἰσθάνεσαι, ἀναίσθητε. Αἰσθάνομαι τὸν ἑαυτό μου καλὰ κοιν. Αὐτὸ εἶναι μικρό, δὲν αἰστάνεται, ἀμμὴ σύ! Ἄνδρ. Μὴ τοῦ συνερίζεσαι, αὐτὸς δὲν αἰστάνεται Χίος Δὲν ἠστάνεται τί κάνει Παξ. || ᾎσμ. Σὲ λίμαν γλείφ’ ἡ γλῶσσα σας κ᾽ αἰστάνεστε γλυκάδα, μὰ μὲ καιρὸ θὰ δῆτε πῶς ἡ γλύκα ᾽ναι πικράδα Κῶς – Ποίημ. Καὶ τὰ στόματα ἐφωνάξαν | ὅσα αἰσθάνετο ἠ καρδιˬὰ ΔΣολωμ. 5. 2) Ἔχω τὰς αἰσθήσεις μου κοιν.: Ἐν ἠστάνεται πεˬὰ (ἀπώλεσε τὰς αἰσθήσεις του. Ἐπὶ ἑτοιμοθανάτου) Σίφν. Ἀστάνουντουμ’, δὲ μ᾽ ἤφινι τοὺ ᾽ξουτιρ᾿κὸ (διετήρουν τὰς αἰσθήσεις μου, ἀλλὰ τὸ φάντασμα δὲν μ’ ἄφινε) Τῆν. 3) Γινώσκω, ἠξεύρω, ἔχω τὴν ἱκανότητα Ἤπ. Μακεδ. (Καταφύγ.) κ.ἀ.: Αὐτὸς ᾿σταίνεται καλὰ νὰ κόψ’ κάππες Ἤπ. || ᾎσμ. Ἄν ᾿στάνιτι ἀπ᾿ ἀργαλε͜ιό μιταξουτὰ νὰ ’φαίνῃ . . . ’γὼ στάνουμι ἀπ’ ἀργαλε͜ιὸ μιταξουτὰ νὰ ’φαίνου Ἤπ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA