αἴσθημα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
αἴσθημα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
αἴσθημα τό, λόγ. κοιν. αἴστημα σύνηθ.
Χρονολόγηση
Αρχαίο
Ετυμολογία
Τὸ ἀρχ. οὐσ. αἴσθημα.
Σημασιολογία
1) Ψυχικὴ διάθεσις, συναίσθημια λόγ. κοιν.: Δὲν ξεύρω τί αἰσθήματα ἔχει ὁ πατέρας του. Ἄνθρωπος μὲ αἰσθήματα. 2) ᾿Ερωτικὸν συναίσθημα, ἔρως λόγ. κοιν. : Τὴν πῆρε ἀπὸ αἴσθημα. Ἧταν αἴσθημα ᾿ς τὴ μέση. 3) Συναίσθημα συμπαθείας πρὸς πολιτικὴν μερίδα ἢ πολιτικὸν πρόσωπον, πολιτικὸν φρόνημα λόγ. κοιν.: Πουλῶ τὸ αἴστημά μου (μεταβάλλω ἀντὶ χρημάτων τὰ πολιτικὰ μου φρονήματα). Πβ. αἴσθησις.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA