αἴσθησις
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
αἴσθησις
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
αἴσθησις ἡ, λόγ. κοιν. αἴστησι σύνηθ. ναίσθησι Ἀθῆν. (παλαιότ.)
Χρονολόγηση
Αρχαίο
Ετυμολογία
Τὸ ἀρχ. οὐσ. αἴσθησις.
Σημασιολογία
1) Συναίσθησις, συνείδησις λόγ. κοιν. : Μὰ δὲν ἔχει αἴστησι, κακόμα (καημένε) Ἄνδρ. 2) Κατὰ. πληθ., αἱ αἰσθήσεις, τὰ αἰσθητήρια λόγ. κοιν. καὶ δημῶδ. Ἀθῆν. (παλαιότ.): Χάνω τοὶς αἰσθήσεις μου. Ξανάρχομαι ᾽ς τοὶς αἰσθήσεις μου λόγ. κοιν. Ἀπὸ ναισθήσεω κιˬ ἀπ’ ὅλο του τὸ σῶμα! (ἐνν. νὰ φύγῃ τὸ κακόν. Ἐπῳδ.) Ἀθῆν. (παλαιότ.) Πβ. αἴσθημα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA