αἰσιοδοξῶ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

αἰσιοδοξῶ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

αἰσιοδοξῶ λόγ. κοιν.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιθ. αἰσιόδοξος.

Σημασιολογία

Εἶμαι αἰσιόδοξος, νομίζω καὶ προσδοκῶ τὰ πράγματα εὐνοϊκά: Αἰσιοδοξῶ περὶ τοῦ μέλλοντος τῆς φυλῆς.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/