αἰσχρία
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
αἰσχρία
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
αἰσχρία ἡ, ἀμάρτ. ’σουχρία Πόντ. ᾿κρία Τσακων. ᾿σικρία Τσακων.
Χρονολόγηση
Μεσαιωνικό
Ετυμολογία
Τὸ μεσν. οὐσ. αἰσχρία κατὰ ΔΟἰκονομίδ. ἑν Ἀθηνᾷ 38 (1926) 114. Πβ. Εὐσταθ. Ὀδ. 1401,29 «τὸ ἐγγίσαν τῇ νυκτὶ τέλος τῆς καλῆς ἡμέρας αἰσχρία καὶ αἰσχρίασμα λέγεται.. Περὶ τοῦ τύπ. ᾽κρία ἰδ. Σδεινάκ. ἐν Ἀθηνᾷ 39 (1927) 193.
Σημασιολογία
1) Λυκόφως Πόντ. Συνών. σουρούπωμα. 2) Ἡμέρα Τσακων.: Τὰν ἄ ᾽κρία (τὴν ἄλλην ἡμέραν͵ μεθαύριον).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA