αἰσχριˬῶ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
αἰσχριˬῶ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
αἰσχριˬῶ ἀμάρτ. γ' πρόσ. ᾿σουχρ῁ᾳ Πόντ. ᾿σουχρζ’ Πόντ. (Ἀμισ. Κρώμν. Ὄφ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. αἰσχρία.
Σημασιολογία
Ἐπέρχεται λυκόφως. Συνών. σουρουπώνει (ἰδ. σουρουπώνω) ἔνθ. ἀν.: Ἐσουχρσεν καὶ ’κ’ ἐλέπομε νὰ πορπατοῦμε Κρώμν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA