αἰσχροδικεῖον

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

αἰσχροδικεῖον

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

αἰσχροδικεῖον τό, λόγ. σύνηθ. αἰσχροδικεῖο λόγ. σύνηθ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἀμαρτ. οὐσ. αἰσχροδίκης. Διὰ τὸν σχηματισμὸν πβ. πλημμελειοδικεῖον κττ.

Σημασιολογία

Εἰδικὸν δικαστήριον, ἐν τῷ ὁποίῳ δικάζονται αἱ ἐπὶ αἰσχροκερδείᾳ κατηγορίαι.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/