αἰφνιδιασμὸς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
αἰφνιδιασμὸς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
αἰφνιδιασμὸς ὁ, λόγ. κοιν.
Ετυμολογία
Τὸ μεσ. οὐσ. αἰφνιδιασμός.
Σημασιολογία
1) Αἰφνιδία εἰσβολή, εἰσόρμησις, ἐπίθεσις τῶν ἐχθρῶν. 2) Πᾶσα αἰφνιδία, ἀπροσδόκητος, ἀνέλπιστος ἐμφάνισις ἢ πρᾶξις.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA