αἰχμαλωσία

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

αἰχμαλωσία

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

αἰχμαλωσία ἡ, λόγ. κοιν. ἀμαλουσία Πελοπν. (Λακων.)

Χρονολόγηση

Αρχαίο

Ετυμολογία

Τὸ ἀρχ. οὐσ. αἰχμαλωσία. Διὰ τὸν τύπ. ἀμαλουσία πβ. ἀμαλωσιˬὰ τοῦ 15ου αἰῶνος ἐν Les cinq livres de la loi 331 (ἔκδ. Hesseling).

Σημασιολογία

Τὸ νὰ εἶναί τις αἰχμάλωτος λόγ. κοιν.: Φρ. Ἀμαλουσία μου! (σχετλιαστικὴ ἀναφώνησις) Λακων. Συνών. φρ. δυστυχία μου!

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/