αἰώνια
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
αἰώνια
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίρρημα
Τυπολογία
αἰώνια ἐπίρρ. κοιν. ἀναιώνια σύνηθ. ἀνα͜ιώνια Θεσσ. Στερελλ. (Αἰτωλ.) ἀναιγώνιˬο Θρᾴκ. (Σάκκ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπίθ. αἰώνιος.
Σημασιολογία
Αἰωνίως, διαρκῶς, πάντοτε ἔνθ' ἀν.: Αἰώνια τέτο͜ιος θά ’σαι κοιν. Ἀναιγώνιˬο τυραγνε͜ιέμαι; Σάκκ. Συνών. αἰωνίως.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA