αίωνίως
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
αίωνίως
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
αἰωνίως ἐπίθ. λόγ. κοιν. ναιωνίως Σύμ. ἰουνίους Μακεδ.
Ετυμολογία
Τὸ μεταγν. ἐπίρρ. αἰωνίως.
Σημασιολογία
Ἐσαεί, διαρκῶς, πάντοτε ἔνθ’ ἀν.: Αἰωνίως θὰ εἶμαι σκλάβος σου κοιν. Ἐν θὰ τὸ κάμω ναιωνίως μου ζ-ζωῆς (ἐν ὅσῳ ζῶ) Σύμ. Θὰ τὴ θυμοῦμι ἰουνίους Μακεδ. Συνών. αἰώνια.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA