ἀκαζάνιˬαστος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀκαζάνιˬαστος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀκαζάνιˬαστος ἐπίθ. ἀμάρτ. ἀκαζάνιˬαστους Μακεδ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *καζανιˬαστὸς < καζανιˬάζω.

Σημασιολογία

Ὁ μὴ τεθεὶς εἰς τὸν λέβητα: Ἔχου τὰ στέφ’λα ἀκαζάνιˬαστα (δέν ἔθεσα αὐτὰ ἐντὸς τοῦ λέβητος πρὸς ἀπόσταξιν). Τὰ ροῦχα εἶνι ἀκαζάνιˬαστα ( δὲν ἐβράσθησαν κατὰ τὴν πλύσιν πρὸς ἀπολύμανσιν).

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/