ἀκαιρία
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀκαιρία
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀκαιρία ἡ, Πόντ.(Κερασ.) ἀκαιρίγιˬα Πόντ. (Κερασ.) ἀκαιριˬὰ Ἤπ. Θήρ κ.ἀ. ἀκιριˬὰ Ἤπ. (Χουλιαρ.)
Χρονολόγηση
Αρχαίο
Ετυμολογία
Τὸ ἀρχ. οὐσ. ἀκαιρία
Σημασιολογία
1) Καιρὸς ἀκατάλληλος, ἀνεπιτήδειος Πόντ. (Κερασ.) 2) Κακὴ ἀτμοσφαιρικὴ κατάστασις, καιρὸς βλαβερὸς εἰς τὴν γεωργίαν ἢ τὴν κτηνοτροφίαν Ἤπ. (Χουλιαρ.) Θήρ. κ.ἀ. : ᾿Φέτους ἔχ᾿ν᾿ ἀκιριˬὰ τὰ πρότα ἢ εἶν᾿ ἀκιριˬὰ ’ς τὰ πρότα -’ς τὰ γιννήματα (πρότα = πρόβατα) Χουλιαρ. Ἡ σημ. καὶ ἀρχ. Πβ. Πλάτ. Νόμ. 709 Α «ἐνιαυτῶν πολλῶν πολλάκις ἀκαιρίας».
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA