ἄκαιρος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἄκαιρος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἄκαιρος ἐπίθ. Ζάκ. Ἤπ. Πάρ. Πελοπν. (Ἀρκαδ.) Πόντ. (Κερασ. Οἰν.) κ.ἀ. ἄκιρους Θρᾴκ. (Μάδυτ.) Σκιάθ. Στερελλ (Αἰτωλ.)

Ετυμολογία

Τὸ ἀρχ. ἐπίθ. ἄκαιρος.

Σημασιολογία

1) Ὁ ἔξω τοῦ προσήκοντος χρόνου γινόμενος ἔνθ’ ἀν. : Μ᾽ εὐτῃς ἄκαιρα δουλείας (μὴ κάμνῃς ἔργα ἄκαιρα) Κερασ || Παροιμ. Κοῦκκος ἄκαιρος τοῦ χρόνου μὴ λαλήσῃ (ὅτι τὸ πρὸ τοῦ προσήκοντος χρόνου λάλημα τοῦ κόκκυγος προμηνύει κακὰ) ΙΒενιζέλ. Παροιμ.2 144,417. Ἡ σημ. καὶ ἀρχ. Πβ. Θουκ. 7,17,3 «νομίσαντες οὐκ ἄκαιρον καὶ τὴν προτέραν πέμψιν τῶν νεῶν ποιήσασθαι». β) Ἀνάρμοστος, ἀκατάλληλος Πόντ. (Κερασ. Οἰν.) κ.ἀ.: Ἄκαιρα λόγια Κερασ. Οἰν. Ἡ σημ. καὶ ἀρχ. Πβ. Πλάτ. Πολ. 569 C «ἀντὶ τῆς πολλῆς ἐκείνης καὶ ἀκαίρου ἐλευθερίας». Τὸ οὐδ. ἄκιρου οὐσ., ὁ μετὰ τὸ μεσονύκτιον χρόνος, ὅτε εἶναι ἐπικίνδυνον τὸ ἐξέρχεσθαι τῶν οἰκιῶν διὰ τὰ μήπω ἀποσυρθέντα στοιχε͜ιὰ Στερελλ. (Αἰτωλ.) 2) Ὁ μὴ κυοφορηθεὶς ὅσον ἡ φύσις ἔταξε χρόνον, ὁ μὴ γεννηθεὶς τὸν προσήκοντα χρόνον, πρόωρος πολλαχ.: Ἄκαιρο ἀβγὸ - ἄρνὶ - παιδὶ - πουλλὶ κττ. Συνών. παράκαιρος. β) Ἐκεῖνος ὅστις δὲν εἶναι τοῦ καιροῦ του, ἄωρος ἔτι͵ πολλαχ.: Ἄκιρα μῆλα – σταφύλια - σῦκα κττ. Αἰτωλ. Ἀντίθ. καιρούσικος 3) Ὁ μὴ εὐνοηθεὶς ὑπὸ τοῦ καιροῦ, ὑπὸ τῆς ἀτμοσφαιρικῆς καταστάσεως Ἤπ. Σκίαθ. Στερελλ. (Αἰτωλ.): Σιτάριˬα ἄκαιρα Ἤπ. Κιράσιˬα ἄκιρα Αἰτωλ. Ἄκαιρο μαξούλι (γεωργικὸν προϊὸν) Σκίαθ. || Παροιμ. φρ. Ἄκαιρη κιˬ ἄσκαλη (ἐπὶ νεαρᾶς χήρας. Ἡ μεταφ. ἐκ τοῦ ἀραβοσίτου, περὶ οὗ κυριολεκτεῖται ἡ λ.) Ἤπ. Ἀντίθ. καιρούσικος, καιρούσιος.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/