ἀκαλήπα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀκαλήπα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀκαλήπα ἡ, ἀγαλήπα Σκῦρ. ᾽γαλήπα Σάμ. ’κά’φας ὁ, Θρᾴκ. (Αἶν.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἀρχ. οὑσ. ἀκαλήφη. Ἰδ. ΜΣτεφανίδ. ἐν Λεξικογρ. Ἀρχ. 5 (1918/20) 65.
Σημασιολογία
Τὸ θαλάσσιον ζῷον ἀκαλήφη τοῦ γένους τῶν ἀκαληφῶν (acalephae) τῆς οἰκογενείας τῶν μεδουσῶν (medusae) τῆς τάξεως τῶν κοιλεντέρων (coelenterata). Συνών. κολλητσιˬᾶνος, τσουκνίδα. Πβ. ἀγριοκολλητσιˬᾶνος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA