ἀκαλλιέργητος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀκαλλιέργητος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀκαλλιέργητος ἐπίθ. λόγ. κοιν. ἀκαλλούργητος Θήρ. Κρήτ. Πελοπν. (Λακων.) Χίος ἀκαλλούργιστος Νάξ. (Γαλανάδ.) Τῆν.
Χρονολόγηση
Μεσαιωνικό
Ετυμολογία
Τὸ μεσν. ἐπιθ. ἀκαλλιέργητος.
Σημασιολογία
1) Καθόλου, ὁ μὴ καλλιεργηθείς, ὁ μὴ τυχὼν γεωργικῆς ἐπιμελείας λόγ. κοιν.: Ἀκαλλούργητο χωράφι, ἀκαλλούργητος τόπος Λακων. 2) Ἰδίᾳ ἐπὶ ἀγροῦ, ὁ μὴ τυχὼν τῆς πρώτης ἀρόσεως, ὁ μὴ νεασθεὶς Χίος. Συνών. ἄνεαστος. β) Ὁ μὴ εἰδικῶς καλλιεργηθεὶς ὅπως χρησιμεύσῃ ὥς κῆπος πεπονίων, ὑδροπεπόνων κττ. Νάξ. (Γαλανάδ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA