ἀκαμάτιστος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀκαμάτιστος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀκαμάτιστος ἐπίθ. Πόντ. (Χαλδ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *καματιστὸς < καματίζω.
Σημασιολογία
Ὁ μήπω ὑποβληθεὶς εἰς ἐργασίαν, ὁ ἀγύμναστος ἔτι: Ἀκαμάτιστον ἄλογον - βούδ’ κττ. Συνών. ἀκάματος 3.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA