ἀκαματόσκυλλο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀκαματόσκυλλο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀκαματόσκυλλο τό, ἀμάρτ. ἀκαματοόσ’λλου Ἴμβρ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. ἀκαμάτης καὶ σκυλλί.
Σημασιολογία
Ἐπὶ ἀνθρώπου χλευαστικῶς, ὁ λίαν ὀκνηρός: Εἶνι κ᾿ ἔδιφτους ἕνα ἀκαματόσ’λλου!
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA