ἀκαμπάνιστος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀκαμπάνιστος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀκαμπάνιστος ἐπίθ. ἀμάρτ. ἀκαbάνιστος Κρήτ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. καμπανιστὸς < καμπανίζω. Ἰδ. Κορ. Ἄτ. 2,177. Ἡ λ. καὶ παρὰ Βλάχ.
Σημασιολογία
Ὁ μὴ ζυγισθείς, ἀζύγιστος ἀστάθμητος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA