ἀκαντίρωτος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀκαντίρωτος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀκαντίρωτος ἐπίθ. ἀμάρτ. ἀνικαdίρουτους Μακεδ. (Χαλκιδ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *καντιρωτὸς < *καντιρώνω < Τουρκ. kadir = ἱκανότης.
Σημασιολογία
1) Ἀδαής, ἀνίκανος σωματικῶς καὶ ψυχικῶς. 2) Ἄξεστος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA