ἄκαπνος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἄκαπνος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἄκαπνος ἐπίθ. λόγ. κοιν. καὶ δημῶδ. Δαρδαν. ἄκαπνους Θρᾴκ. (Μάδυτ.)
Ετυμολογία
Τὸ μεταγν. ἐπίθ. ἄκαπνος.
Σημασιολογία
1) Ὁ μὴ ἀναδίδων καπνόν, μόνον περὶ τῆς πυρίτιδος λόγ. κοιν. Ὁ μὴ πυρωθείς, ὁ μὴ θερμανθείς, μόνον ἐπὶ τοῦ μέλιτος Δαρδαν. Θρᾴκ. (Μάδυτ.): Ἄκαπνο μέλι. Ἤδη παρὰ Πλιν. Ν. Η. 11,16,16 «mel…quod acapnon vocant». Πβ. ἀθέρμιστος, ἀκάπνιστος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA