ἀκαρδία

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀκαρδία

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

ἀκαρδία ἡ, ἀμάρτ. ἀνακαρδία Πελοπν (Λακων.) ἀνακαρδιˬὰ (Νουμ. 134,3).

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. ἄκαρδος, παρ’ ὃ καὶ ἀνάκαρδος.

Σημασιολογία

Ἔλλειψις γενναιότητος, δειλία.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/