ἄκαρδος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἄκαρδος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἄκαρδος ἐπίθ. σύνηθ. καὶ Πόντ. (’Αμισ. Κερασ. Οἰν. Σάντ.) ἄκαρδους βόρ. ἰδιώμ. ἀνάκαρδος Πελοπν. (Λακων.) Τσακων. κ.ἀ. ἀνέκαρδους Θεσσ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ οὐσ. καρδία. ’Ιδ. ΓΧατζιδ. ἐν ’Αθηνᾷ 28 (1928) Λεξικογρ. ᾿Αρχ. 19 κἑξ. Ἡ λ. καὶ παρὰ Πορτ.
Σημασιολογία
1) Περίφοβος, δειλός, ἄτολμος ἀρχ. ἀκάρδιος ἔνθ᾽ ἀν.: Ἄκαρδος ἄνθρωπος σύνηθ. β) ᾿Ανίσχυρος, ἀδύνατος Ἤπ. Κρήτ.: Βούι ἄκαρδο (βούι = βόδι) Κρήτ. γ) Ἄθυμος, ἀπρόθυμος Θεσσ. Μακεδ. (Καταφύγ.) Πόντ. (’Αμισ. Κερασ. Οἰν. Σάντ.) δ) Ὁ μὴ ἐκ τῆς καρδίας, ἀνειλικρινής, βεβιασμένος Μακεδ. (Κοζ.): Γέλιˬου ψυχρὸ κιˬ ἄκαρδου. 2) Ὁ μὴ ἔχων καρδίαν εὐαίσθητον, ἀσυγκίνητος, ἀπαθής, ἄσπλαγχνος Κάρπ. Πελοπν. (᾿Αρκαδ.) κ.ἀ.: Ὤ, τὸν ἄκαρδον, νὰ μὴ σταλὰξῃ δάκρυον Κάρπ.: Ποίημ. Ὅταν πατέρα μου ἄκαρδοι γονατισμέν’ οἱ ξένοι τὸ αἷμα σου ἔγλυφαν κρυφὰ στὰ νύχιˬα τοῦ φονεˬᾶ σου ΑΒαλαωρ. Ἔργα 2,204. Συνών. σκληρόκαρδος. 3) Ὁ μὴ καταβάλλων προσπαθείας, ὁ μὴ γενναῖος, λιπόψυχος Εὔβ. (Στρόπον.): Ἄκαρδο ζῷ (τὸ μὴ καταβάλλον προσπαθείας νὰ ἀναβιβάσῃ βάρος εἰς μέρος ἀνωφερές).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA